Cabeçal - ορισμός. Τι είναι το Cabeçal
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Cabeçal - ορισμός


cabeçal      
s.m. (-1188-1230 cf. JM 3 )
1 lugar ou objeto que serve para apoiar ou recostar a cabeça; almofada, travesseiro; cabeceira ('parte de cama')
2 -cir obsl. chumaço que, nos curativos, se põe em torno da ferida e por sob a(s) atadura(s)
3 -med obsl. compressa medicamentosa que se aplica sobre a cabeça
4 (-sXIII)
-jur P obsl. m.q. cabecel
5 cada uma das traves de madeira que, nas carruagens, mantêm suspenso o compartimento dos passageiros
6 TRM trave de madeira em que fica suspenso o sino, no campanário
-etim cabeça + -al ; ver capit- ; f.hist. 1188-1230 cabeçales , sXIV cabeçal , 1361 cabeçaas , sXIV cabeçaaes 'travesseiro', sXIII cabeçal , sXIII cabeçaes 'testamenteiro' -sin/var ver sinonímia de cabecel
cabeçal      
sm (cabeça+al3)
1 ant Almofada para recostar a cabeça.
2 Cir Chumaço que se põe em roda da ferida, por baixo da ligadura.
Cabeçal      
m.
Almofada, em que descansa a cabeça; cabeceira.
Chumaço, em volta de uma ferida, por baixo da ligadura.
Cada um dos quatro paus, que sustentavam a caixa dos antigos coches.
Prov. trasm.
A peça de madeira, que segura o sino e que lhe fica sobreposta.
(De cabeça)